- αγκάθα
- η [αγκάθι]1. μεγάλο αγκάθι ή γενικά κάθε αγκάθι2. σπονδυλική στήλη3. μτφ. πολύ δύσκολη περίσταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγκάθα — η 1. μεγάλο αγκάθι. 2. η σπονδυλική στήλη, η ραχοκοκαλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρίστι, Αγκάθα — (Dame Agatha Mary Clarissa Christie, Τόρκι, Ντέβον 1890 – Γουόλινγκφορντ, Οξφόρδη 1976). Αγγλίδα συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων. Στο πρώτο της μυθιστόρημα, Η μυστηριώδης υπόθεση στο Στάιλς (1920), παρουσιάστηκε για… … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
Ουστίνοφ, Πίτερ — (Sir Peter Ustinov, 1921 –). Βρετανός ηθοποιός, νοβελίστας και θεατρικός συγραφέας. Από τις χαρισματικές και υπερδραστήριες προσωπικότητες της γενιάς του, σπούδαζε στο London Theatre Studio και ήταν μόλις 20 ετών όταν έπαιζε παράλληλα σε θέατρο… … Dictionary of Greek